- ὁδῖται
- ὁδίτηςwayfarermasc nom/voc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιρρέζω — ἐπιρρέζω (Α) [ρέζω] 1. προσφέρω θυσία για κάτι («βωμὸς δ’ ἐφύπερθε τέτυκτο νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῑται», Ομ. Οδ.) 2. θυσιάζω κατόπιν ή επιπλέον … Dictionary of Greek
παρατροχώ — άω, Α (ποιητ. τ. τού παρατροχάζω και παρατρέχω) τρέχω, βαδίζω βιαστικά δίπλα, παραπλεύρως («παρατροχόωντες ὁδῑται», Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek
ὁδῖθ' — ὁδῖτα , ὁδίτης wayfarer masc voc sg (doric) ὁδῖτα , ὁδίτης wayfarer masc nom sg (epic doric) ὁδῖται , ὁδίτης wayfarer masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)